Λεξικό να σου πετύχει! (1 από 2)
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ:
Τρισέλιδο διαδικτυακό "Λεξικό Μαγειρικής" από ελληνική εταιρεία κατεψυγμένων προϊόντων: ιστοσελίδα http://www.#.gr/index.asp?a_id=174.
Το ίδιο λεξικό υπάρχει αυτούσιο και στην ιστοσελίδα http://www.#.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=130&Itemid=55 (ως συνήθως, όπου υπάρχει το # έχει αφαιρεθεί μία λέξη).
Τα αποσπάσματα με μπλε χρώμα προέρχονται κατά λέξη (verbatim) από το Λεξικό αυτό. Τα αποσπάσματα με έντονο κόκκινο χρώμα είναι αυτά που θα αποτελέσουν στόχο σχολιασμού.
" Άγρια μανιτάρια: Τα μανιτάρια του δάσους που δεν είναι καλλιεργημένα. Τα πιο γνωστά είναι τα σεπ, τα μορέλ, τα σαντερέλ, τα πορτσίνι, τα μπλεβίτ και οι τρομπέτες."
ΣΧΟΛΙΟ:Πάμε να δούμε τα μανιτάρια που αναφέρονται και ποια είναι:
1. σεπ (από το γαλλικό cèpe): μανιτάρια του γένους Boletus
2. μορέλ: μανιτάρια του γένους Morchella
3. σαντερέλ: μανιτάρια του γένους Cantharellus
4. πορτσίνι: μανιτάρια του γένους Boletus
Όπα! Για κάτσε λίγο! Αυτό το boletus δεν το ξαναείδαμε παραπάνω; Πρόκειται για την ίδια οικογένεια, λοιπόν, και στη μία περίπτωση οι συγγραφείς χρησιμοποιούν το γαλλικό όνομα "σεπ" και στην άλλη το αντίστοιχο ιταλικό όνομα "πορτσίνι" (porcini = 'γουρουνάκια' κυριολεκτικά, μάλλον επειδή έχουν στρουμπουλούς, σαρκώδεις μίσχους). Υπάρχει και το σχετικό άρθρο της wikipedia που λύνει την παρεξήγηση. Είναι σαν να λέει κάποιος: "Υπάρχουν πολλά είδη βουτύρου: το butter, Butter, beurre, burro, mantequilla, manteiga και smör" και ουσιαστικά σου λέει το ίδιο πράγμα σε 7 γλώσσες.
5. μπλεβίτ: τέτοιο πράμα δεν υπάρχει.
Μήπως οι συγγραφείς εννοούν την αγγλική λέξη blewit (προφορά "μπλούιτ"), αλλά την γράφουν ακολουθώντας τη γερμανική προφορά; Πώς λέμε "μπι-εμ-ντάμπλγιου" ή "μπε-εμ-βε" για την BMW; Αν εννοούν αυτό, τότε μιλάμε για μανιτάρια του γένους Lepista.
6. τρομπέτες: μανιτάρια του γένους Craterellus, και ιδιαίτερα το είδος Craterellus cornucopioides: το horn of plenty των Άγγλων ή trompete d'abondance των Γάλλων (ωραία, ποιητικά ονόματα από το λατινικό cornu copiae, 'κέρας της αφθονίας', 'κέρας της Αμάλθειας'). Οι Γάλλοι το αποκαλούν και trompette des mortes, trompette de la mort
" Αντίβ: Υπάρχει το πράσινο σγουρό ήρεμο ραδίκι (ή αντίδι στα ελληνικά) με κατσαρά φύλλα που είναι σαλατικό με πικρή γεύση "
ήρεμο:
Αφού το ραδίκι είναι ήρεμο, τότε δεν φοβάμαι ότι θα γυρίσει και θα με δαγκώσει εν μέσω μίας έκρηξης οργής.
αντίδι στα ελληνικά:
Ω φιλτάτη πατρίς με την περιούσια γλώσσα! "Αντίδι στα ελληνικά" όπως μας υπενθυμίζουν οι συγγραφείς του λεξικού, και όχι "ραδίκι" που ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Ραπανάκια για την όρεξη, λοιπόν!
.
.
.
2 comments:
Καλημέρα ερράτα.
Για τα μανιτάρια δεν έχω να πω τίποτα. Ένα σωστό λεξικό τροφίμων να ανοίξεις βλέπεις και τις οικογένειες και τα είδη τους.
Αλλά, μπάι δι γουέι, για το αντίδι θέλω να ρωτήσω τούτο και θα ήθελα να μου πείτε την άποψή σας.
Επειδή τα περισσότερα χόρτα που τρώμε είναι κιχώρια, που έλεγε και ο Βλαχούλης: Και το ραδίκι μας και το αντίδι μας, κ.ο.κ.
Είναι λάθος κάποια να τα λέμε με τα ξένα ονόματά τους?
Π.χ. (τα ωμά για σαλάτα): Το κατσαρό αντίδι: κατσαρό σικορέ, το πλατύφυλλο αντίδι: σκαρόλ, το λευκόφυλλο ραδίκι: αντίβ (το πικρό άσπρο), και τα υπόλοιπα που βράζονται και τα μαζεύουμε στην εξοχή: αγριοράδικα (πικραλίθρα), αντίδια κ.ο.κ. στα ελληνικά.??
Είναι σωστή αυτή η ονοματολογία? Κάπως έτσι δεν τα αναφέρουν και οι μαγειρικές αλλά και οι κατάλογοι με τα μενού?
Αν πεις αντίδι ο έλληνας ξέρει τα βραστά πράσινα αντίδια και όχι το αντίβ, τη ρίζα του φλαμανδικού σικορέ καλλιεργημένη σε σκιερό μέρος, κ.λ.π., κ.λ.π.
Ευχαριστώ πολύ…
μπλγκμγρς
Καλημέρα
Η ονοματολογία με τις ξένες λέξεις είναι καθ’ όλα σωστή και αποδεκτή. Και στην Εσπερία, το τζατζίκι «tzatziki» το λένε.
Ιδιαίτερα στα κιχώρια, η ονοματολογία δεν είναι εύκολο πράγμα. Στα αγγλικά, λ.χ., είναι διαφορετική στα βρετανικά και στα αμερικάνικα αγγλικά (παραπέμπω στη διεύθυνση http://en.wikipedia.org/wiki/Chicory για τα αγγλικά και http://fr.wikipedia.org/wiki/Chicorée για τα γαλλικά).
Επίσης, είναι και θέμα εθνικών γευστικών προτιμήσεων. Για τους γαλλόφωνους Βέλγους, η λέξη “endive” είναι το “witlof / witloof” των Φλαμανδών και Ολλανδών (δηλ η ρίζα που καλλιεργείται σε σκιά, ή «παραχωμένη» στο χώμα ώστε να μην αναπτύξει χλωροφύλλη και να μην πρασινίσει), διότι οι Βέλγοι και οι Ολλανδοί έχουν ψώνιο με αυτό το λαχανικό. Για έναν κάτοικο της Γαλλίας, το “endive” σημαίνει το πράσινο, σγουρό αντίδι, ή και το σγουρό-κροσσωτό, αυτό που λένε “frisé”. Μπερδεμένη ιστορία.
Εγώ απλά στηλιτεύω το ότι ο συντάκτης του εν λόγω Λεξικού, αφ’ υψηλού, μας λέει κάτι σαν: «Τώρα, να σου πω και τ’ ονοματάκι στα ελληνικά για να το καταλάβεις, γκέγκε; Επίσης, είμαι καθαρολόγος (Αγγλιστί “purist”) και θέλω να σου μεταλαμπαδεύσω το πάθος μου για την πάτρια και πατρώα φυτολογική ονοματολογία».
Προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα με την καθαρολογία. Όμως, είμαι της γνώμης ότι πρέπει να έπεται της ακριβολογίας. Νομίζω ήταν ο Mallarmé αυτός που είπε ότι καθήκον του ποιητή είναι το να «purifier le mot de la tribu», ‘να καθάρει την έκφραση των συνανθρώπων του’. Αυτός, όμως, είχε τα φόντα γι αυτό. Ο συντάκτης του Λεξικού, τουλάχιστο απ’ ό,τι οι ορισμοί του δείχνουν, απέχει (επιεικής διατύπωση) κάμποσο από το στάδιο αυτό.
Post a Comment